Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεύμα το [jévma] Ο48 : 1. η ποσότητα της τροφής που παίρνει κάποιος σε τακτά χρονικά διαστήματα της ημέρας, για να ικανοποιήσει την πείνα ή την όρεξή του: Πόσα γεύματα δίνεις στο μωρό; Στην τιμή της εκδρομής περιλαμβάνονται και δύο γεύματα την ημέρα. || Ελαφρό / πλουσιοπάροχο / λιτό / λουκούλλειο* / πλήρες ~. 2. η διαδικασία και ο χρόνος παράθεσης ενός γεύματος: Πρόσκληση σε ~. Mετά το ~ ακολούθησε χορός. || το μεσημεριανό φαγητό, κυρίως όταν πρόκειται για επίσημη συνεστίαση: Ο υπουργός θα παραθέσει ~. H ξένη αντιπροσωπεία παρεκάθησε σε ~ εργασίας. || (σπάν.) για επίσημο δείπνο.
[λόγ. < αρχ. γεῦμα `γεύση, τροφή΄ κατά τη σημασία των γιόμα, γέμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γεύμα(ν) το· γέμα(ν)· γιόμα· γιόμαν· γεν. εν. γιομάτου.
-
- 1) Το πρόγευμα:
- το πουρνόν … καλόν γιόμα του κάμνει (Σπαν. (Ζώρ.) V 610).
- 2) Το μεσημβρινό φαγητό, γεύμα:
- εις γιόμα τον εκάλεσεν την επιούσα ημέραν (Φλώρ. 1460).
- 3) Το μεσημέρι:
- Η κόρη δε το δειλινόν, ώραν από το γιόμαν (Αχιλλ. N 960).
[αρχ. ουσ. γεύμα. Ο τ. γέμα στο Du Cange (λ. γεύεσθαι) και γιόμα στο Meursius (γί‑). Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. (‑α) και σήμ.]
- 1) Το πρόγευμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γευματίζω [jevmatízo] Ρ2.1α : παίρνω, τρώω μεσημεριανό φαγητό, κυρίως όταν πρόκειται για επίσημες συνεστιάσεις: Ο υπουργός θα γευματίσει με τους ξένους αντιπροσώπους.
[λόγ. επίδρ. στη λ. γεματίζω με βάση τη λ. γεύμα < μσν. γεματίζω < γεματ- (γέμα) -ίζω < αρχ. γεῦμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- γευματίζω· γεματίζω· γιοματίζω.
-
- 1) Γευματίζω, τρώγω:
- μηδέ φαητόν εμπόρεσε ποσώς να γεματίσει (Ροδολ. Γ´ 386).
- 2) Δοκιμάζω, γνωρίζω:
- ουδέν την εγεμάτισε του Χάρου την αλμύραν (Γεωργηλ., Θαν. 380).
[<ουσ. γεύμα + κατάλ. ‑ίζω. Ο τ. γιο‑ στο Βλάχ. (γιω‑) και σήμ. ιδιωμ., καθώς και ο τ. γε‑. Η λ. σε σχόλ. (LBG), στο Du Cange (λ. γεύεσθαι) και σήμ.]
- 1) Γευματίζω, τρώγω:
[Λεξικό Κριαρά]
- γευματινός, επίθ.· γιοματινός.
-
- Που αναφέρεται στην ώρα του γεύματος, μεσημβρινός:
- τραπέζι γιοματινόν ή δείπνον (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. ιδ´ 12).
[<ουσ. γεύμα + κατάλ. ‑ινός]
- Που αναφέρεται στην ώρα του γεύματος, μεσημβρινός: