Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεωτροπισμός ο [jeotropizmós] Ο17 : η τάση των φυτών να προσανατολίζονται, κατά την αύξησή τους, κάθετα προς τη γη: Θετικός ~, ο γεωτροπισμός των ριζών που ακολουθούν τη διεύθυνση της βαρύτητας. Aρνητικός ~, ο γεωτροπισμός των βλαστών.
[λόγ. < γαλλ. géotropisme < géo- = γεω- + αρχ. τροπ(ή) `στροφή΄ -isme = -ισμός]