Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεωργός ο [jeorγós] Ο17 : που έχει ως επάγγελμα τη γεωργία· (πρβ. αγρότης): Πολλοί από τους κατοίκους της Θεσσαλίας είναι γεωργοί.
[λόγ. < αρχ. γεωργός]
[Λεξικό Κριαρά]
- γεωργός ο· γιωργός.
-
- Αυτός που καλλιεργεί τη γη, γεωργός:
- Ελπίδα κάνει τσι γιωργούς κι ολημερνίς δουλεύγου (Ερωφ. Α´ 283).
[αρχ. ουσ. γεωργός. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που καλλιεργεί τη γη, γεωργός: