Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεωργιανός -ή -ό [jeorjianós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη Γεωργία ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Γεωργιανή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. || (ως ουσ.) η γεωργιανή, τα γεωργιανά, η γεωργιανή γλώσσα. 2. (ως ουσ.) ο Γεωργιανός, θηλ. Γεωργιανή, ο κάτοικος της Γεωργίας. || (ως επίθ.): Γεωργιανοί βουλευτές.
[λόγ. < μσν. γεωργιανός < τοπων. Γεωργί(α) -ανός]