Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεωργία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεωργία η [jeorjía] Ο25 : κλάδος της παραγωγής που αφορά τη συστηματική καλλιέργεια της γης με σκοπό την παραγωγή αγαθών: Οι κάτοικοι των πεδινών περιοχών ασχολούνται με τη ~. || η γεωργία και η κτηνοτροφία: Yπουργείο Γεωργίας.

[λόγ. < αρχ. γεωργία]

[Λεξικό Κριαρά]
γεωργία η.
  • 1) Η γεωργική τέχνη:
    • (Πτωχολ. α 828 κριτ. υπ).
  • 2) Καλλιέργεια:
    • γεωργίαν ταύτης εργάζεσθαι της γης (Βίος Αλ. 2770).

[αρχ. ουσ. γεωργία. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεωργιανός -ή -ό [jeorjianós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη Γεωργία ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Γεωργιανή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. || (ως ουσ.) η γεωργιανή, τα γεωργιανά, η γεωργιανή γλώσσα. 2. (ως ουσ.) ο Γεωργιανός, θηλ. Γεωργιανή, ο κάτοικος της Γεωργίας. || (ως επίθ.): Γεωργιανοί βουλευτές.

[λόγ. < μσν. γεωργιανός < τοπων. Γεωργί(α) -ανός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες