Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεωπονικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεωπονικός -ή -ό [jeoponikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη γεωπονία ή στο γεωπόνο: Γεωπονικό σύγγραμμα. Γεωπονική Σχολή. ~ σύλλογος. 2. (ως ουσ.) α. η Γεωπονική, η σχετική πανεπιστημιακή σχολή. β. η γεωπονική, η γεωπονία.

[λόγ. < γαλλ. géoponique (στη νέα σημ.) < αρχ. γεωπονικός `που ανήκει στη γεωργία΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες