Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεωθερμικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεωθερμικός -ή -ό [jeoθermikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη γεωθερμία: Aξιοποίηση των γεωθερμικών πεδίων του μεσογειακού χώρου. Γεωθερμική ενέργεια. Γίνονται έρευνες για ραδιενεργά μεταλλεύματα γεωθερμικών πηγών.

[λόγ. < γαλλ. géothermique < géotherm(ie) = γεωθερμ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες