Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεφύρωση η [jefírosi] Ο33 : η ενέργεια του γεφυρώνω· γεφύρωμα. 1. η ένωση δύο σημείων με την κατασκευή γέφυρας: Για τη ~ του ποταμού δούλεψε ολόκληρη η μονάδα του μηχανικού. H ~ των ανοιγμάτων έγινε με ξύλινες δοκούς. 2. (μτφ.) ο συμβιβασμός των αντιθέτων, το πλησίασμα των διαφορετικών απόψεων: H ~ των διισταμένων απόψεων.
[λόγ.: 1: ελνστ. γεφύρω(σις) -ση· 2: σημδ. αγγλ. bridging]