Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεφύρωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεφύρωμα το [jefíroma] Ο49 : η ενέργεια του γεφυρώνω· γεφύρωση. 1. η ένωση δύο σημείων με την κατασκευή γέφυρας. 2. (μτφ.) ο συμβιβασμός των αντιθέτων, το πλησίασμα των διαφορετικών απόψεων: Ο κοινός κίνδυνος είχε ως αποτέλεσμα το ~ του χάσματος μεταξύ των κομμάτων.

[λόγ. γεφυρω- (δες γεφυρώνω) -μα μτφρδ. αγγλ. bridging (διαφ. το ελνστ. γεφύρωμα `γέφυρα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες