Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεφύρι το [jefíri] Ο44 : μικρή πέτρινη ή ξύλινη γέφυρα: Έστησαν / έχτισαν ένα ~ πάνω από το ρέμα. Tης τρίχας το ~, σύμφωνα με τη λαογραφική παράδοση, γεφύρι από μια μόνο τρίχα που συνδέει τον επίγειο κόσμο με τον παράδεισο και που το περνούν μόνο οι δίκαιοι. Tης Άρτας το ~, και ως έκφραση για έργο που δεν μπορεί να τελειώσει.
γεφυράκι το YΠΟKΟΡ. [ελνστ. γεφύριον, υποκορ. του αρχ. γέφυρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γεφύριον το· γεοφύρι(ον)· γεφύρι(ν)· γιοφύρι· γιοφύριν· γιοφύριον.
-
- 1) Γέφυρα:
- (Ερωτοπ. 704)·
- πού είναι λάσπη και νερά γεφύρια να στήσεις (Ιστ. Βλαχ. 2236).
- 2) Έκφρ. της Τρίχας το γιοφύρι = γέφυρα που κατορθώνουν να περάσουν μόνο οι δίκαιοι πηγαίνοντας στον παράδεισο:
- (Φαλιέρ., Ρίμ. 67).
[μτγν. ουσ. γεφύριον. Ο τ. γεφύρι και σήμ. Ο τ. γιοφύρι στο Meursius (‑η) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Γέφυρα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεφυρισμός ο [jefirizmós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : σκωπτικά και υβριστικά λόγια που αντάλλαζαν οι μύστες των ελευσίνιων μυστηρίων πάνω από τη γέφυρα του Kηφισού.
[λόγ. < ελνστ. γεφυρισμός]