Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεφυροποιός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεφυροποιός ο [jefiropiós] Ο17 : 1. τεχνίτης ή μηχανικός που κατασκευάζει γέφυρες. 2. (μτφ.) αυτός που προσπαθεί να συμβιβάσει διάφορες τάσεις, που προσπαθεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για επικοινωνία.

[λόγ. < ελνστ. γεφυροποιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες