Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γευστικός -ή -ό [jefstikós] Ε1 : 1α. που έχει σχέση με την αίσθηση της γεύσης: Γευστικό όργανο. Γευστικά νεύρα. β. που έχει σχέση με το αίσθημα της γεύσης: Γευστική απόλαυση. 2. που έχει ευχάριστη γεύση· εύγευστος: Tο φαγητό ήταν γευστικότατο.
[λόγ. < αρχ. γευστικός]