Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γερόντιο το [jeróndio] Ο41 : 1. περιφρονητικά για άνθρωπο γέρο και συνήθ. δύστροπο. 2. (λαϊκότρ.) τα γερόντια [jeróndja] οι γέροι γονείς: Tι κάνουν τα γερόντια στο χωριό;
[2: αρχ. γερόντιον υποκορ. της λ. γέρων· 1: λόγ. < αρχ. γερόντιον]
[Λεξικό Κριαρά]
- γερόντιον το.
-
- Γεροντάκι:
- (Πτωχολ. α 250).
[αρχ. ουσ. γερόντιον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Γεροντάκι: