Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γερτός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γερτός, επίθ.
  • Κυρτός, καμπύλος:
    • δόντια άσπρα και γερτά (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [957]).

[<γέρνω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες