Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γερούνδιο το [jerúnδio] Ο40 : (γραμμ.) ρηματικός τύπος της λατινικής γλώσσας που αντιστοιχεί στο έναρθρο απαρέμφατο ή στα ρηματικά επίθετα σε -τέος της αρχαίας ελληνικής· (πρβ. γερούνδιακό).
[λόγ. < νλατ. gerundi(um) -ον < υστλατ. gerundium]