Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γερουσιαστής ο [jerusiastís] Ο7 : μέλος της γερουσίας στα νεότερα κοινοβουλευτικά κράτη: Aμερικανοί γερουσιαστές ελληνικής καταγωγής επισκέπτονται της Ελλάδα.
[λόγ. < ελνστ. γερουσιαστής]