Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γερουνδιακό το [jerunδiakó] Ο38 : (γραμμ.) ρηματικός τύπος της λατινικής γλώσσας που αντιστοιχεί στα ρηματικά επίθετα σε -τέος της αρχαίας ελληνικής· (πρβ. γερούνδιο).
[λόγ. γερούνδι(ον) -ακόν, ουδ. του -ακός μτφρδ. υστλατ. (modus) gerundivus]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γερουνδιακός -ή -ό [jerunδiakós] Ε1 : (γραμμ.) στον όρο γερουνδιακή έλξη, συντακτικό φαινόμενο της λατινικής γλώσσας κατά το οποίο χρησιμοποιείται το γερουνδιακό αντί του γερουνδίου.
[λόγ. επίθ. < ουσ. γερουνδιακόν μτφρδ. νλατ. attractio gerundiva]