Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεροντολογικός -ή -ό [jerondolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη γεροντολογία ή στο γεροντολόγο: Γεροντολογικό συνέδριο.
[λόγ. < αγγλ. gerontological < gerontolog(y) = γεροντολογ(ία) -ical = -ικός]