Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεροντοκόρη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεροντοκόρη η [jerondokóri] Ο30 : 1. γυναίκα προχωρημένης ηλικίας που έμεινε ανύπαντρη. 2. (μτφ.) για κπ. με παράξενο και δύστροπο χαρακτήρα: Mην κάνεις σαν ~! Έχει γίνει ~.

[γεροντο- + κόρη κατά τη λ. γεροντοπαλίκαρο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες