Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεροντοκορίστικος -η -ο [jerondokorístikos] Ε5 : που ταιριάζει σε γεροντοκόρη, συνήθ. για εμφάνιση υπερβολικά αυστηρή και σεμνή ή συμπεριφορά παράξενη και δύστροπη: Γεροντοκορίστικο χτένισμα. Γεροντοκορίστικα φερσίματα.
γεροντοκορίστικα ΕΠIΡΡ. [γεροντοκόρ(η) -ίστικος]