Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γερμανόφιλος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γερμανόφιλος -η -ο [jermanófilos] Ε5 : που συμπαθεί τους Γερμανούς ή που υποστηρίζει τα συμφέροντά τους.

[λόγ. γερμανο- + -φιλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες