Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γερανός (I), επίθ.,
- βλ. γεράνιος.
[Λεξικό Κριαρά]
- γερανός (II) ο· αγερανός.
-
- Το πουλί γερανός:
- (Διγ. Α 3874)·
- Παγώνια χρυσόπτερα, αγερανοί και κύκνοι (Αρσ., Κόπ. διατρ. 632).
[αρχ. ουσ. γέρανος. Η λ. και σήμ.]
- Το πουλί γερανός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γερανός 1 ο [jeranós] Ο17 : αποδημητικό πουλί που ζει στα έλη.
[ελνστ. γέρανος ὁ (αρχ. γέρανος ἡ), μετακ. τόνου κατά τη λ. πελαργός(;)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γερανός 2 ο : μεγάλο ανυψωτικό μηχάνημα: Πλωτός ~. Xειριστής γερανού. Φορητός ~, που βρίσκεται πάνω σε πλατφόρμα αυτοκινήτου, σε βαγόνι κτλ. Tα παράνομα παρκαρισμένα αυτοκίνητα τα σήκωσε ο ~ της αστυνομίας.
[ελνστ. γέρανος (από την ομοιότητα με το γερανός 1)]