Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεράνι το [jeráni] Ο44 : καλλωπιστικό φυτό, καθώς και το άνθος του· μολόχα: Είχε στο παραθύρι της γεράνια και βασιλικά.
[ελνστ. γεράνιον (από την ομοιότητα με το γερανό 1) (-ιον > -ι)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γεράνιος, επίθ.· γεράνεος· γερανέος· γερανός· ?ηεράνεος.
-
- Που έχει χρώμα σκούρο γαλάζιο, βαθυγάλαζος:
- να κάμεις θηλές γεράνιες ιπί χείλος του βηλαριού του ενού (Πεντ. Έξ. XXVI 4).
[<ουσ. γεράνιον (Καλλέρης, ΛΔ 8, 1958, 14, σημ. 7). Ο τ. γερανέος στο LBG, γεράνεος στο Du Cange και ηεράνεος στο Meursius (‑ον). Η λ. στο Meursius (‑γνο) και σήμ. ιδιωμ.]
- Που έχει χρώμα σκούρο γαλάζιο, βαθυγάλαζος:
[Λεξικό Κριαρά]
- γερανίσκω.
-
- Γερνώ:
- χάρου τον καιρόν σου, γιατί αύριον γερανίσκεις (Κυπρ. ερωτ. 9261).
[<γεράζω αναλογ. προς άλλα ρ. σε ‑ανίσκω. Η λ. στο Meursius (‑ειν)]
- Γερνώ: