Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεράματα τα [jerámata] Ο49 : η γεροντική ηλικία· η τελευταία περίοδος της ζωής του ανθρώπου που ακολουθεί την ωριμότητα και που χαρακτηρίζεται από εξασθένηση των βιολογικών λειτουργιών και υποχώρηση της ζωτικότητας· τα γηρατειά: Είχε καλά ~. Έζησαν ευτυχισμένοι ως τα βαθιά τους ~. ΠAΡ Tώρα στα ~ μάθε γέρο γράμματα, γι΄ αυτούς που αναγκάζονται να μάθουν ή να κάνουν κτ. που δεν ταιριάζει στην ηλικία τους.
[μσν. γηράματα, πληθ. του γήραμα με τροπή του άτ. [ir > er] < αρχ. γηρα(σ)- (γηρῶ) `γερνώ΄ -μα]