Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεράκι το [jeráki] Ο44 θηλ. γερακίνα [jerakína] Ο26 μόνο στη σημ. 1 : 1. αρπαχτικό πουλί με γαμψό, ισχυρό ράμφος, μακριά, κυρτά νύχια για να αρπάζει το θύμα του και οξύτατη όραση: Kυνηγετικά γεράκια. Mόλις τον είδε, όρμησε επάνω του σαν ~. Bλέπει σαν ~. 2. (μτφ.) για πολιτικό που υποστηρίζει βίαιες και δυναμικές λύσεις. ANT περιστερά: Tα γεράκια του Πενταγώνου.
[μσν. γεράκιν < *ιεράκιον (με τροπή του άτ. [i > ι > j] πριν από φων. για αποφυγή της χασμ.) υποκορ. του αρχ. ἱέραξ· μσν. γερακίνα < γεράκι(ν) -ίνα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γεράκιν το· γεράκι· γεράκιον.
-
- Γεράκι:
- (Ερωτόκρ. Β´ 225)·
- ζω από το γεράκιν μου (Λίβ. (Lamb.) N 95)·
- (μεταφ.):
- είπεν η Κουταγιώταινα, το γρήγορον γεράκιν (Σαχλ. B´ PM 641).
- Η λ. ως τοπων.:
- (Δωρ. Μον. XXI).
[<μτγν. ουσ. ιεράκιον. Ο τ. ‑ι στο Meursius (‑η) και σήμ. Βλ. και LBG]
- Γεράκι:
[Λεξικό Κριαρά]
- γερακίνα η.
-
- Γεράκι (θηλυκό):
- (Πουλολ. ΑΖ 42).
[<ουσ. γέρακας + κατάλ. ‑ίνα. Η λ. στο Somav.]
- Γεράκι (θηλυκό):
[Λεξικό Κριαρά]
- γεράκιον το,
- βλ. γεράκιν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γερακίσιος -α -ο [jerakís
os] Ε4 : που ανήκει, που αναφέρεται στο γεράκι ή που θυμίζει γεράκι: Γερακίσια φτερά. Γερακίσιο μάτι, με πολύ καλή όραση. Γερακίσια μύτη, γαμψή. [γεράκ(ι) -ίσιος]