Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεράζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεράζω [jerázo] Ρ2.1α μππ. γερασμένος : (σπάν.) γερνώ.

[μσν. γεράζω < αρχ. γηρ(άσκω), μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. γηρασ- και με επίδρ. της λ. γέρος]

[Λεξικό Κριαρά]
γεράζω· αγηράζω· γηράζω.
  • (Μτβ.) γερνώ (κ.):
    • Τα μάτια σου έτσι σαν με κοιτάζουν, τη νιότη μου γλήγορα την γεράζουν (Ch. pop. 465).

[<αόρ. εγέρασα <εγήρασα του αρχ. γηράσκω κατά τα ρήματα σε άζω και με επίδρ. του ουσ. γέρος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες