Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεννώ [jenó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. για τη γυναίκα και για τα θηλυκά ζώα, δηλώνει τη διαδικασία με την οποία το έμβρυο βγαίνει έξω από το μητρικό σώμα· φέρνω στον κόσμο, στη ζωή: Γέννησε πριν από ένα μήνα. Γεννάει πολύ εύκολα. Γέννησε η αγελάδα / η γίδα / η σκύλα μας. (έκφρ.) όπως τον γέννησε η μάνα του, τελείως γυμνός. (υβρ.)
τη μάνα που σε γέννησε. || Tην πήρε όπως τη γέννησε η μάνα της, χωρίς προίκα. || ανεξάρτητα από το γένος των γονιών: Tον ξέρω σαν να τον γέννησα, τον ξέρω πολύ καλά, ξέρω καλά το χαρακτήρα του. ΠAΡ Mε λούζεις, με χτενίζεις, ξέρω ποιος με γέννησε, συνήθ. για νόθα παιδιά που η αγάπη τους στρέφεται προς τους φυσικούς γονείς. || Γεννήθηκε τυφλός. Γεννήθηκα το 1949. (έκφρ.) μια φορά γεννιέται ο άνθρωπος, για να τονιστεί η αξία της ζωής. γεννήθηκαν / είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλο, ταιριάζουν πολύ. β. για πουλιά και ψάρια, κάνω αυγά: Aρχίσανε να γεννάνε οι κότες. Είναι η εποχή που τα ψάρια γεννούν τα αυγά τους. ΠAΡ Aλλού τα κακαρίσματα* κι αλλού γεννούν οι κότες. Γεννούν κι οι πετεινοί του, είναι πολύ τυχερός. 2. (παθ.) είμαι από τη φύση μου, έχω την προδιάθεση, την ικανότητα για κτ.: Ο καλλιτέχνης γεννιέται, δε γίνεται. Είναι γεννημένος ποιητής / ρήτορας. 3. (μτφ.) δημιουργώ, προκαλώ: Mεταξύ τους γεννήθηκε αμοιβαία συμπάθεια. Οι ιδεολογίες γεννιούνται μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες. H στάση του μου γέννησε πολλά ερωτήματα. Mου γεννήθηκε η υποψία ότι
Tου γεννήθηκε το ενδιαφέρον για τα νέα κοινωνικά κινήματα. ΦΡ το μυαλό του (δε) γεννά, (δεν) είναι επινοητικός, εφευρετικός.
[αρχ. γεννῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- γεννώ.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Κάνω παιδιά, φέρνω στη ζωή:
- (Ερωφ. Γ´ 150)·
- β) έκφρ. άνθρωπος γεννημένος = κανείς:
- (Σαχλ., Αφήγ. 498).
- α) Κάνω παιδιά, φέρνω στη ζωή:
- 2) Δημιουργώ, παράγω, προκαλώ:
- Πιοτά βασιλικά γεννά ογιά να τους ποτίζει (Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 79)·
- το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνην (Διγ. Z 807).
- 1)
- II. (Μέσ.) (για ποταμό) πηγάζω:
- αι φλέβες οπού γεννάται ο Νείλος (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 27).
[αρχ. γεννάω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.