Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεννητικότητα η [jenitikótita] Ο28 : 1. η ικανότητα για αναπαραγωγή. 2. (στατ.) σχέση ανάμεσα στον αριθμό των γεννήσεων και στο σύνολο του πληθυσμού, σε ορισμένο τόπο και χρόνο. ANT θνησιμότητα: Aύξηση / μείωση της γεννητικότητας σε μια χώρα. H ~ στην Ελλάδα παρουσιάζει συνεχή πτώση από τις αρχές του 20ού αι.
[λόγ. γεννητικ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. natalité]