Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γεννητικός, επίθ.
-
- Που γεννά, που προκαλεί κ.:
- το γαρ βόειον … απεψίας γεννητικόν (Ιερακοσ. 37723).
[αρχ. επίθ. γεννητικός. Η λ. και σήμ.]
- Που γεννά, που προκαλεί κ.:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεννητικός -ή -ό [jenitikós] Ε1 : που συντελεί στην αναπαραγωγή, που είναι κατάλληλος για αναπαραγωγή: Γεννητικά όργανα. Γεννητικό σύστημα, το σύνολο των γεννητικών οργάνων και για τα δύο φύλα. Γεννητικά κύτταρα, που προορίζονται για την αναπαραγωγή των πολυκύτταρων οργανισμών· (πρβ. γαμέτες). Γεννητικοί αδένες, αδένες που παράγουν τα γεννητικά κύτταρα και τις γεννητικές ορμόνες.
[λόγ. < αρχ. γεννητικός]