Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γενναιόδωρος -η -ο [jeneóδoros] Ε5 : 1. που πρόθυμα προσφέρει ό,τι έχει χωρίς να περιμένει αμοιβή, αντάλλαγμα ή ανταπόδοση· ανοιχτοχέρης: Είναι ~ στις προσφορές του. (ειρ.) Είναι πολύ ~ στις υποσχέσεις. 2. που παρέχεται με αφθονία, πλουσιοπάροχα: Γενναιόδωρη προσφορά. Γενναιόδωρο φιλοδώρημα.
γενναιόδωρα ΕΠIΡΡ: H φύση τον προίκισε ~. Οι εθνικοί ευεργέτες πρόσφεραν ~ στην πατρίδα. [λόγ. γενναί(ος)2 -ο- + δώρ(ον) -ος απόδ. γαλλ. généreux]