Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γενναίος -α -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
γενναίος, επίθ.
  • 1) Τολμηρός, ισχυρός, ανδρείος:
    • εύτολμος, γενναίος στρατιώτης (Αχιλλ. N 1320).
  • 2) (Υπερθ.) τιμητική προσφών.:
    • ω γενναιότατοι, φίλοι και αδελφοί μου (Περί ξεν. 204).
  • 3) (Προκ. για βάδισμα) γρήγορος:
    • αναχωρήσωμεν εν βαδισμῴ γενναίῳ (Καλλίμ. 226).

[αρχ. επίθ. γενναίος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γενναίος -α -ο [jenéos] Ε4 : 1. που αντιμετωπίζει με θάρρος και τόλμη τον κίνδυνο συνήθ. της μάχης, τον εχθρό· ανδρείος: ~ στρατιώτης. Γενναία ψυχή. Οι γενναίοι τραβούν μπροστά. Kάνει το γενναίο, υποκρίνεται ότι…· (πρβ. παλικάρι). || που δείχνει ή που απαιτεί γενναιότητα: Γενναία απόφαση / στάση / συμπεριφορά. 2. που παρέχεται με αφθονία, πλουσιοπάροχα: Γενναίο φιλοδώρημα. Γενναία δωρεά. Tο κράτος έδωσε γενναία χρηματική ενίσχυση στους σεισμοπαθείς. || Έγινε γενναίο φαγοπότι, για μεγάλο γλέντι και φαγητό. γενναία ΕΠIΡΡ: Πολέμησε ~, παλικαρίσια.

[λόγ.: 1: ελνστ. γενναῖος, αρχ. σημ.: `ευγενικής καταγωγής΄· 2: σημδ. γαλλ. généreux]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες