Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεννήτρια η [jenítria] Ο27 : μηχανή που παράγει ηλεκτρικό ρεύμα· ηλεκτρογεννήτρια: Εφεδρική ~.
[λόγ. < ελνστ. γεννήτρια `μητέρα΄ σημδ. γαλλ. génératrice, générateur]
[Λεξικό Κριαρά]
- γεννήτρια η· γεννήτρα.
-
- (Προκ. για την Παναγία)
- α) μητέρα (του Θεού):
- Αυτήν γουν ονομάζουσι … του Θεού γεννήτραν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 246)·
- β) (μεταφ.) πηγή:
- εί (ενν. Μαρία Παρθένε) αγνή, γεννήτρια σοφίας (Σκλέντζα, Ποιήμ. 719).
- α) μητέρα (του Θεού):
[μτγν. ουσ. γεννήτρια. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για την Παναγία)