Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γενικεύω [jenikévo] -ομαι Ρ5.1 : επεκτείνω σε ένα ευρύτερο σύνολο ό,τι εφαρμόζεται σε κτ. συγκεκριμένο ή ό,τι ισχύει σε περιορισμένη κλίμακα και για ορισμένες περιπτώσεις: Γενικεύτηκε η χρήση της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Tο φαινόμενο της αστυφιλίας γενικεύτηκε τα τελευταία χρόνια. Mη γενικεύεις αυθαίρετα. Tέτοια αντιφατικά και γενικευμένα συμπεράσματα θίγουν τη σοβαρότητα της κριτικής. || (φιλοσ.) αυξάνω το πλάτος μιας έννοιας περιορίζοντας το βάθος της.
[λόγ. γενικ(ός) -εύω μτφρδ. γαλλ. généraliser]