Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γενετήσιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γενετήσιος -α -ο [jenetísios] Ε6 : (επιστ.) που αναφέρεται σε φαινόμενα, λειτουργίες ή διαταραχές που έχουν σχέση με την αναπαραγωγή, τις σχέσεις των δύο φύλων, τη λειτουργία των γεννητικών αδένων κτλ.· (πρβ. σεξουαλικός, αφροδισιακός): Γενετήσιο ένστικτο. Γενετήσια ορμή / διαστροφή. Γενετήσια πράξη / επαφή.

[λόγ. < ελνστ. γενετήσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες