Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γενεσιουργός -ός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γενεσιουργός -ός / -ή -ό [jenesiurγós] Ε16 : που προκαλεί τη γένεση, τη δημιουργία ενός φαινομένου: Πρέπει να εξετάσουμε τα γενεσιουργά αίτια μιας τέτοιας συμπεριφοράς. H ~ αιτία αυτής της τραγικής αντίφασης…

[λόγ. < ελνστ. γενεσιουργός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες