Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γενεαλογικός -ή -ό [jenealojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη γενεαλογία: ~ πίνακας. Γενεαλογικό δέντρο, γραφική παράσταση της γενεαλογικής σειράς ενός συγκεκριμένου προσώπου ή μιας οικογένειας.
[λόγ. < ελνστ. γενεαλογικός]