Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γενεά η [jeneá] Ο24 : (λόγ.) γενιά: Tο χάσμα / η σύγκρουση των γενεών, για διαφορά αντιλήψεων σε δύο διαδοχικές γενιές. ΦΡ τον πέρασε γενεές δεκατέσσερις, τον έβρισε πάρα πολύ. (επί) γενεές γενεών, για μεγάλο χρονικό διάστημα. μέχρις* εβδόμης γενεάς.
[λόγ. < αρχ. γενεά]
[Λεξικό Κριαρά]
- γενεά η· γενέ· γενέα· γενία· γενιά· γινεά.
-
- 1) Σύνολο μελών ενός γένους:
- εντροπίασα … όλην μου την γενέαν (Διγ. Esc. 158).
- 2) (Προκ. για ζώα) το είδος, η ράτσα:
- όρνεα πολλά πολλών γενεών (Διγ. Άνδρ. 3751).
- 3) Φυλή, έθνος:
- Σαρακηνός την γενεάν (Φλώρ. 29).
- 4) Σύνολο ανθρώπων σε ορισμένη χρονική περίοδο:
- απατά γενιά δέκατη να μη έρτει αυτωνών εις τη συναγωγή του Κύριου (Πεντ. Δευτ. XXIII 4).
- 5) Συγγένεια:
- με το να ήτον γενεά …, δεν έπεσε με ταύτην (Συναδ. φ. 50v).
[αρχ. ουσ. γενεά. Οι τ. ‑έα και ‑ία και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑έ και σήμ. κρητ. Ο τ. ‑ιά και η λ. και σήμ.]
- 1) Σύνολο μελών ενός γένους:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γενεαλογία η [jenealojía] Ο25 : 1. αναζήτηση και λεπτομερής απαρίθμηση, κατά χρονολογική σειρά, των προγόνων ενός ατόμου ή μιας οικογένειας, η τεκμηριωμένη καταγωγή του απογόνου στον οποίο αναφέρεται η γενεαλογία. || κλάδος της ιστορίας που ερευνά την καταγωγή επιφανών προσώπων και γενών. 2. (βιολ.) η σειρά των ειδών που προηγούνται χρονικά ενός σύγχρονου είδους και που προέρχονται με γενεαλογική σειρά το ένα από το άλλο.
[λόγ. < αρχ. γενεαλογία]
[Λεξικό Κριαρά]
- γενεαλογία η.
-
– Βλ. και γενολογία.
- 1) Το γενεαλογικό δέντρο:
- (Κορων., Μπούας 13).
- 2) Η εξύβριση της γενιάς κάπ.:
- πριν να παύσουν όχλησιν και γενεαλογίαν (Πουλολ. 368 κριτ. υπ).
[αρχ. ουσ. γενεαλογία. Η λ. και σήμ.]
- 1) Το γενεαλογικό δέντρο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γενεαλογικός -ή -ό [jenealojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη γενεαλογία: ~ πίνακας. Γενεαλογικό δέντρο, γραφική παράσταση της γενεαλογικής σειράς ενός συγκεκριμένου προσώπου ή μιας οικογένειας.
[λόγ. < ελνστ. γενεαλογικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- γενεαλόγιν το· γενεολόγι.
-
– Βλ. και γενολόγιν.
- 1) Γενιά, γένος (ως παρελθόν):
- όλον το γενεαλόγιν σου καλούς στρατιώτας είχε (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 116).
- 2) Το σύνολο των συγγενών (ως παρόν):
- θρέφει τα παιδιά του … και όλον το γενεαλόγιν (Πτωχολ. P 359).
[<ουσ. γενεαλογία + κατάλ. ‑ιν]
- 1) Γενιά, γένος (ως παρελθόν):
[Λεξικό Κριαρά]
- γενεαστικόν, επίρρ.
-
- Από τη γενιά, από τους προγόνους, κληρονομικά:
- τες ασθένειες τες έχει γενεαστικόν, από τον πατέρα του και από τον παππούν του (Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 130).
[ουδ. του επιθ. *γενεαστικός <*γενεάζω (πβ. ιδιωμ. γενιάζω, ΙΛ)]
- Από τη γενιά, από τους προγόνους, κληρονομικά: