Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γενίτσαρος ο [jenítsaros] Ο20α : Tούρκος στρατιώτης του πεζικού που ανήκε σε σώμα που το αποτελούσαν χριστιανοί εξισλαμισμένοι διά της βίας σε μικρή ηλικία: Tα τάγματα των γενιτσάρων. || (μτφ.): Συμπεριφορά γενίτσαρου, φανατικός διώκτης των πρώην ομοϊδεατών του.
[τουρκ. yeniçer(i) & παλαιότ. yaniçar(i) -ος (`νέος στρατός, στρατιώτης που υπηρετεί σ΄ αυτόν΄: yeni `νέος΄ + çeri `στρατός΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γενίτσαρος, γενίτσερος ο,
- βλ. γιανίτσαρος.