Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γενέθλια τα [jenéθlia] Ο40 : η επέτειος της γέννησης κάποιου: Έχω / γιορτάζω τα γενέθλιά μου. Έχω ~. Tούρτα γενεθλίων.
[λόγ. < ελνστ. γενέθλια, ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του αρχ. επιθ. γενέθλιος `που αναφέρεται στη γέννηση΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- γενέθλια τα· εν. γενέθλιον.
-
- (Πληθ. και εν.) γέννηση:
- διά δε τα γενέθλια … χαράν εκαταστήσαν (Φλώρ. 133)·
- του Έρωτος το γενέθλιον (Λίβ. Esc. 263).
[αρχ. ουσ. γενέθλια· βλ. Θαβώρης 1969: 98· ο εν. τον 7. αι. (Lampe, λ. ‑ιος). Η λ. και σήμ.]
- (Πληθ. και εν.) γέννηση:
[Λεξικό Κριαρά]
- γενεθλιαλογία η· γενεθλαλογία.
-
- Πρόγνωση του μέλλοντος που βασίζεται στις κινήσεις των πλανητών:
- (Μαλαξός, Νομοκ. 447).
[μτγν. ουσ. γενεθλιαλογία]
- Πρόγνωση του μέλλοντος που βασίζεται στις κινήσεις των πλανητών: