Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γενάρχης ο [jenárxis] Ο10 : αυτός που θεωρείται ο πρώτος και παλαιότερος πρόγονος μιας φυλής, μιας εθνότητας κτλ.: Ο Aβραάμ ήταν ~ των Εβραίων. || (μτφ.): ~ της ιταλικής λογοτεχνίας είναι ο Δάντης.
[λόγ. < ελνστ. γενάρχης]
[Λεξικό Κριαρά]
- γενάρχης ο.
-
- Αρχηγός ή ιδρυτής γένους:
- εκείνος ο γενάρχης μου το σπέρμα μοι του γένους (Γλυκά, Αναγ. 8).
[μτγν. ουσ. γενάρχης. Η λ. και σήμ.]
- Αρχηγός ή ιδρυτής γένους: