Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεν
121 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεν το [jén] Ο (άκλ.) : η νομισματική μονάδα της Iαπωνίας: Άνοδος του ~ σε σχέση με το δολάριο.

[λόγ. < αγγλ. yen (από τα ιαπων.)]

[Λεξικό Κριαρά]
γεναίκα η,
βλ. γυνή.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Γενάρης ο [jenáris] Ο11 : (προφ.) Iανουάριος.

[μσν. Γεννάριος (ορθογρ. απλοπ.) < μσνλατ. Iennarius (< Ianuarius) -ιος > -ης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γεναριάτικος -η -ο [jenarjátikos] Ε5 : που έχει σχέση με το Γενάρη ή που εμφανίζεται, που γίνεται το Γενάρη: Γεναριάτικο φεγγάρι. Γεναριάτικο κρύο. Γεναριάτικη λιακάδα. || Είναι ~, γεννήθηκε το Γενάρη. γεναριάτικα ΕΠIΡΡ: ~ δεν ταξιδεύει κανένας με βαπόρι.

[Γενάρ(ης) -ιάτικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γενάρχης ο [jenárxis] Ο10 : αυτός που θεωρείται ο πρώτος και παλαιότερος πρόγονος μιας φυλής, μιας εθνότητας κτλ.: Ο Aβραάμ ήταν ~ των Εβραίων. || (μτφ.): ~ της ιταλικής λογοτεχνίας είναι ο Δάντης.

[λόγ. < ελνστ. γενάρχης]

[Λεξικό Κριαρά]
γενάρχης ο.
  • Αρχηγός ή ιδρυτής γένους:
    • εκείνος ο γενάρχης μου το σπέρμα μοι του γένους (Γλυκά, Αναγ. 8).

[μτγν. ουσ. γενάρχης. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γενάτος -η -ο [jenátos] Ε3 : (προφ.) για άνδρα ή για νεαρό που έχει γένια.

[μσν. γενάτος < γέν(ι) -άτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γενεά η [jeneá] Ο24 : (λόγ.) γενιά: Tο χάσμα / η σύγκρουση των γενεών, για διαφορά αντιλήψεων σε δύο διαδοχικές γενιές. ΦΡ τον πέρασε γενεές δεκατέσσερις, τον έβρισε πάρα πολύ. (επί) γενεές γενεών, για μεγάλο χρονικό διάστημα. μέχρις* εβδόμης γενεάς.

[λόγ. < αρχ. γενεά]

[Λεξικό Κριαρά]
γενεά η· γενέ· γενέα· γενία· γενιά· γινεά.
  • 1) Σύνολο μελών ενός γένους:
    • εντροπίασα … όλην μου την γενέαν (Διγ. Esc. 158).
  • 2) (Προκ. για ζώα) το είδος, η ράτσα:
    • όρνεα πολλά πολλών γενεών (Διγ. Άνδρ. 3751).
  • 3) Φυλή, έθνος:
    • Σαρακηνός την γενεάν (Φλώρ. 29).
  • 4) Σύνολο ανθρώπων σε ορισμένη χρονική περίοδο:
    • απατά γενιά δέκατη να μη έρτει αυτωνών εις τη συναγωγή του Κύριου (Πεντ. Δευτ. XXIII 4).
  • 5) Συγγένεια:
    • με το να ήτον γενεά …, δεν έπεσε με ταύτην (Συναδ. φ. 50v).

[αρχ. ουσ. γενεά. Οι τ. έα και ία και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. έ και σήμ. κρητ. Ο τ. ιά και η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γενεαλογία η [jenealojía] Ο25 : 1. αναζήτηση και λεπτομερής απαρίθμηση, κατά χρονολογική σειρά, των προγόνων ενός ατόμου ή μιας οικογένειας, η τεκμηριωμένη καταγωγή του απογόνου στον οποίο αναφέρεται η γενεαλογία. || κλάδος της ιστορίας που ερευνά την καταγωγή επιφανών προσώπων και γενών. 2. (βιολ.) η σειρά των ειδών που προηγούνται χρονικά ενός σύγχρονου είδους και που προέρχονται με γενεαλογική σειρά το ένα από το άλλο.

[λόγ. < αρχ. γενεαλογία]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...13   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες