Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γεμιστός, επίθ.
-
- Γεμάτος:
- τον τράχηλόν του γεμιστόν άμβαρ ομού και μόσχον (Διγ. Gr. 1174).
[μτγν. επίθ. γεμιστός. Η λ. και σήμ.]
- Γεμάτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεμιστός -ή -ό [jemistós] Ε1 : συνήθ. για φαγητά ή για γλυκά με γέμιση: Γαλοπούλα γεμιστή. Nτομάτες / πιπεριές γεμιστές. || (ως ουσ.) τα γεμιστά, ντομάτες, πιπεριές, κολοκυθάκια κτλ. γεμισμένα με ρύζι ή και με κιμά, και ψημένα στο φούρνο.
[ελνστ. γεμιστός `γεμάτος΄, με αλλ. της σημ. κατά το ρ. γεμίζω]