Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεμιστήρας ο [jemistíras] Ο2 : στα επαναληπτικά όπλα, κινητή, μεταλλική θήκη με φυσίγγια.
[λόγ. γεμισ- (γεμίζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. chargeoir]