Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γεμίζω [jemízo] Ρ2.1α μππ. γεμισμένος : I1. βάζω μέσα σε κτ. όλη ή σχεδόν όλη την ποσότητα που μπορεί να περιλάβει: ~ το κανάτι / το βαρέλι / τον κουβά. Γέμισέ μας πάλι τα ποτήρια! Γεμίζει την μπανιέρα ως επάνω. Tα μαξιλάρια είναι γεμισμένα με πούπουλα. ~ το όπλο, του βάζω σφαίρες. ~ το αυτοκίνητο, γεμίζω το ρεζερβουάρ με βενζίνη. Γέμισα την τσέπη του αμύγδαλα. Γέμισα την κοιλιά μου, έφαγα πολύ. ~ πιπεριές / ντομάτες / κολοκυθάκια, τα κάνω γεμιστά. || Tο υπόγειο γέμισε με νερό / νερά, πλημμύρισε. Γέμισαν πια όλες μου οι ντουλάπες / όλα μου τα συρτάρια. Tα λεωφορεία ξεκινούν μόνο όταν γεμίσουν τελείως. ΠAΡ Φασούλι* το φασούλι γεμίζει το σακούλι. || ~ την μπαταρία, τη φορτίζω. ΦΡ ~ τις μπαταρίες μου, ξεκουράζομαι ύστερα από περίοδο εξαντλητικής εργασίας. 2. για κτ. που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος μιας επιφάνειας ή που υπάρχει σε αφθονία: Ο κάμπος γέμισε (με) λουλούδια. Ο ουρανός γέμισε (με) σύννεφα. Tα χέρια του γέμισαν αίματα. Γέμισε το σπίτι κατσαρίδες. Aπό τη στενοχώρια του γέμισε σπυριά. Mη μου γεμίζεις το σπίτι λάσπες. Γέμισε ο κόσμος αυτοκίνητα. Λεφτά δεν έχει και γέμισε τον κόσμο παιδιά, έκανε πολλά παιδιά. ΦΡ μας γέμισε αλογόμυγες*. 3. ειδικά για το φεγγάρι: Γεμίζει το φεγγάρι, γίνεται πανσέληνος. II. (για πρόσ.) 1. παχαίνω: Γεμίζει μέρα με τη μέρα λόγω εγκυμοσύνης. 2. προκαλώ σε κπ. ένα έντονο συναίσθημα: H επιτυχία του μας γέμισε χαρά / ικανοποίηση. Yπάρχουν κλασικά έργα που μας γεμίζουν δέος. || H κακία που γεμίζει την ψυχή της
3. για άνθρωπο που η παρουσία του είναι εξαιρετικά εμφανής, σαν να καταλαμβάνει όλο το χώρο μέσα στον οποίο βρίσκεται: Γέμιζε τη σκηνή με κάθε του εμφάνιση. Ήρθαν τα παιδιά και γέμισε το σπίτι. ΦΡ δε μου γεμίζει το μάτι, για κπ. που θεωρούμε ότι δεν έχει τα προσόντα γι΄ αυτό για το οποίο προορίζεται και για κπ. που δε μας εμπνέει εμπιστοσύνη. 4. ικανοποιώ: H δουλειά μου / η παρέα μου δε με γεμίζει.
[αρχ. γεμίζω `φορτώνω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- γεμίζω· γιομίζω.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Γεμίζω κ. ή κάπ. με κ. ή κάπ.:
- (Πεντ. Έξ. XXXI 3), (Χρον. σουλτ. 6038), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1545), (Διγ. Άνδρ. 32713)·
- φρ. τη γεμίζω (ενν. την κοιλιά) = χορταίνω:
- (Φορτουν. Ε´ 253).
- 2) Τοποθετώ μπαρούτι στην κάννη του τουφεκιού:
- (Γαδ. διήγ. 338).
- 3) Φρ. γεμίζω το δοξάρι = θέτω το βέλος στο τόξο:
- (Λίβ. N 1069).
- 4) Φρ. εγέμισέ (το) ο νους μου, ο λογισμός μου = το πήρα απόφαση:
- (Πικατ. 25), (Βοσκοπ. 334), (Χούμνου, Κοσμογ. 603).
- 5) Φρ. γεμίζω καταπόδου του Κύριου ή τον Κύριον = ακολουθώ, μένω πιστός:
- (Πεντ. Αρ. XXXII 12), (Δευτ. I 36).
- 6) Φρ. γεμίζω το χέρι (μου) = αποκτώ ιερατική εξουσία:
- (Πεντ. Έξ. XXIX 29).
- 1) Γεμίζω κ. ή κάπ. με κ. ή κάπ.:
- Β´ Αμτβ.
- α) Είμαι γεμάτος από κ.:
- φουσσάτα μάζωξε πολλά κι εγέμισαν οι κάμποι (Ιστ. Βλαχ. 646)·
- β) συμπληρώνομαι:
- εγέμισαν οι μέρες της να γεννήσει (Πεντ. Γέν. XXV 24).
- α) Είμαι γεμάτος από κ.:
[αρχ. γεμίζω. Η λ. και ο τ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.