Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γελωτοποιός ο [jelotopiós] Ο17 : κωμικός ηθοποιός που με τους μορφασμούς, τις κινήσεις και τα αστεία του διασκέδαζε τους ευγενείς στις βασιλικές αυλές· στα μεταγενέστερα χρόνια σύχναζε στα λαϊκά πανηγύρια· (πρβ. κλόουν, παλιάτσος). || αυτός που έχει το ταλέντο να κάνει τους άλλους να γελούν.
[λόγ. < αρχ. γελωτοποιός]
[Λεξικό Κριαρά]
- γελωτοποιός ο.
-
- Αυτός που έχει ως επάγγελμα να προκαλεί το γέλιο:
- (Βίος Αλ. 930).
[αρχ. ουσ. γελωτοποιός. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που έχει ως επάγγελμα να προκαλεί το γέλιο: