Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γελοιοποιώ [jeliopió] -ούμαι Ρ10.9 : παρουσιάζω κπ. ή κτ. με τέτοιον τρόπο που να φαίνεται γελοίος, τονίζω ηθελημένα τα αρνητικά του χαρακτηριστικά· διακωμωδώ: Δεν αφήνει ευκαιρία που να μην τον γελοιοποιήσει. Θεατρικό έργο που γελοιοποιεί την πολιτική ηγεσία. || εξευτελίζω κπ., αποκαλύπτω την ανεπάρκειά του: Οι ληστές κατάφεραν και αυτή τη φορά να γελοιοποιήσουν την αστυνομία. || για εμφάνιση, στάση ή συμπεριφορά που κάνει κπ. να φαίνεται γελοίος: Ποτέ καλλιτέχνης δε γελοιοποιήθηκε σ΄ αυτόν το βαθμό. Mας γελοιοποίησες όλους με τα φερσίματά σου, μας ρεζίλεψες.
[λόγ. γελοί(ος) -ο- + -ποιώ]