Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γελοιογραφώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γελοιογραφώ [jelioγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : απεικονίζω κτ. με τρόπο γελοιογραφικό, σατιρίζω με γελοιογραφίες πρόσωπα ή πράγματα· (πρβ. γελοιοποιώ).

[λόγ. γελοί(ος) -ο- + -γραφώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες