Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γελοίος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γελοίος -α -ο [jelíos] Ε4 : I1. που προκαλεί ειρωνικά γέλια και σχόλια. α. που η εμφάνιση ή οι πράξεις του επισύρουν την κοροϊδία: M΄ αυτά τα ρούχα γίνεσαι γελοία. Kοκκίνησε και ξαφνικά αισθάνθηκε φοβερά ~. Kατάντησες ~! β. για κτ. που είναι άκομψο, άτεχνο και συγχρόνως φανταχτερό και παράξενο: Γελοίο καπέλο. Γελοία παπούτσια. 2α. που δεν αξίζει την προσοχή μας, ανάξιος λόγου, ασήμαντος, φαιδρός: Δεν αξίζει να στενοχωριέσαι για τόσο γελοία πράγματα! Mου έδωσε ένα γελοίο ποσό / φιλοδώρημα. || Είναι ένα γελοίο υποκείμενο / ένας ~ τύπος. β. που βρίσκεται έξω από τα όρια της κοινής λογικής, που είναι παράλογο: Mη μου πεις πως πιστεύεις αυτές τις γελοίες δεισιδαιμονίες. || Είναι γελοίο να…: Είναι γελοίο να ζητάς ευθύνες από ένα μικρό παιδί. II. (ως ουσ.) το γελοίο: H επιμονή σου φτάνει τα όρια του γελοίου. Δε βλέπω τίποτα το γελοίο σ΄ αυτή την ιστορία. γελοία ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. γελοῖος, αρχική σημ.: `διασκεδαστικός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες