Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γελαστός -ή -ό [jelastós] Ε1 : που η έκφραση του προσώπου του είναι εύθυμη, χαρούμενη, χαμογελαστή: Είναι πάντα ~ και πρόσχαρος. Έχει ένα γελαστό πρόσωπο. Ήρθε ~ κι έφυγε μουτρωμένος.
γελαστά ΕΠIΡΡ: Aποκρίθηκε ~. [γελασ- (γελώ) -τός (διαφ. το αρχ. γελαστός `καταγέλαστος΄)]