Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γελάδι το [jeláδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) γενική ονομασία για αγελάδα, βόδι, ταύρο χωρίς διάκριση φύλου, συνήθ. στον πληθ.: Έχει πολλά γελάδια.
[μσν. γελάδιν < αγελάδιν (αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο στον πληθ. και ανασυλλ.: [ta-aj > taj > t-aj] ) υποκορ. του αγελάδ(α) -ι(ο)ν]
[Λεξικό Κριαρά]
- γελάδι το,
- βλ. αγελάδι(ν).